κυπαρίσσινα

κυπαρίσσινα
κυπαρίσσινος
of cypress-wood
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυπαρισσίνας — κυπαρισσίνᾱς , κυπαρίσσινος of cypress wood fem acc pl κυπαρισσίνᾱς , κυπαρίσσινος of cypress wood fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οποβαλσάμινος — ὁποβαλσάμινος, η, ον (Α) [οποβάλσαμον] αυτός που έχει κατασκευαστεί από οποβάλσαμο ή αυτός που είναι σχετικός με το οποβάλσαμο («ξύλα κυπαρίσσινα ἤ ὀποβαλσάμινα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”